- γουναρική
- ητέχνη κατασκευής γουναρικών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γουναρική — η η τέχνη του γουναρά: Πολλοί κάτοικοι της Καστοριάς ασχολούνται με τη γουναρική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)